- αναπλάστης
- ο (θηλ. -στρια)αυτός που επιφέρει ανάπλαση, αναμόρφωση, βελτίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλάσσω. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek